- προσμύρομαι
- Α. κελαρίζω και εγώ («μυρομένω ποταμῷ προσεμύρετο πηγή», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + μύρομαι (για ποταμό) «τρέχω, ρέω, κυλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεμύρετο — προσεμύ̱ρετο , προσμύρομαι make tearful lament in answer to imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)